- ἀπευθύνοντας
- ἀπευθύ̱νοντας , ἀπευθύνωmake straightpres part act masc acc plἀπευθύ̱νοντας , ἀπευθύνωmake straightpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αρχίλοχος — (Πάρος περ. 680 – Θάσος 640 π.Χ.).Ο αρχαιότερος από τους λυρικούς ποιητές της αρχαίας Ελλάδας για τους οποίους υπάρχουν στοιχεία. Πιστεύεται (δεν υπάρχει γενική συμφωνία) ότι έζησε γύρω στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. (σε ένα από τα αποσπάσματά του… … Dictionary of Greek
Κοδρικάς, Παναγιώτης — (Αθήνα 1762 – Παρίσι 1827). Λόγιος και συγγραφέας. Υπήρξε περιώνυμος και δριμύτατος αντίπαλος του Κοραή. Το όνομα Κ. είναι εξαρχαϊσμένος τύπος του επωνύμου της μητέρας του, Κουτρικά. Το πατρικό του επώνυμο ήταν Κατζηλιέρης. Αφού ολοκλήρωσε τις… … Dictionary of Greek